εκγενέτης

εκγενέτης
ἐκγενέτης, ο (Α)
έκγονος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐκγενέτα — ἐκγενέτᾱ , ἐκγενέτης masc nom/voc/acc dual ἐκγενέτης masc voc sg ἐκγενέτᾱ , ἐκγενέτης masc gen sg (doric aeolic) ἐκγενέτης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεγκεφαλία — η 1. ιατρ. εκγενετής έλλειψη εγκεφαλικών ημισφαιρίων και κρανιακού θόλου 2. μτφ. βλακεία, μωρία …   Dictionary of Greek

  • ανεπείσακτος — η, ο (Α ἀνεπείσακτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν είναι επείσακτος, δεν έχει εισαχθεί από το εξωτερικό (για ήθη, συνήθειες κ.λπ.) αρχ. ο μη επίκτητος, ο εκγενετής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”